πλακουντίσκος

πλακουντίσκος
πλᾰκουντ-ίσκος, , Dim. of πλακοῦς, EM533.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλακουντίσκος — ὁ, Α υποκορ. τού πλακούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • πλακουντίσκους — πλακουντίσκος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”